- ζαλικωμένος
- η , ο нагруженный, с ношей на плечах
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ζαλικώνω — ζαλίκωσα, ζαλικώθηκα, ζαλικωμένος 1. μτβ., φορτώνω κάποιον. 2. αμτβ., σηκώνω φορτίο από ξύλα στους ώμους μου: Η γριά ζαλικώθηκε τα ξύλα και κατέβηκε στο χωριό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)